- όθε
- επίρρ. βλ. όθεν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όθε — και όθι και όθενε επίρρ. τοπ., εκεί όπου, απ όπου: Όθιβρεθώ κι όθι σταθώ τον πόνο μου θα λέω (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όθεν — και όθε και όθενε (ΑΜ ὅθεν) επίρρ. 1. (αναφ.) από εκεί όπου, απ όπου, από όποιο μέρος, από όποιο πράγμα ή πρόσωπο ή χρόνο («ὑπὸ πλατανίσκῳ ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (τοπικό) (αντί τού ὄθι) όπου («ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη»,… … Dictionary of Greek
όθι — και όθε (Α ὅθι) (ποιητ. τ.) (επίρρ) νεοελλ. 1. οπουδήποτε, όπου («όθι βρεθώ κι όθι σταθώ τον πόνο μου θα λέω») 2. από όπου («όθε βγήκε ο λόγος») αρχ. όπου («ἐν ποταμῷ, ὅθι περ Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αναφ. αντων. ὅς, ἥ … Dictionary of Greek
φυτρώνω — ΝΜ, και τ. φυτροῦμαι, όομαι, Μ [φύτρα] (αμτβ.) (για φυτό) φύομαι, βγάζω φύτρο, βλαστάνω, ξεφυτρώνω νεοελλ. 1. φρ. «φυτρώνει εκεί που δεν τόν σπέρνουν» επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις ή σε συζητήσεις, χωρίς να τού τό έχουν ζητήσει 2. παροιμ. «όθε… … Dictionary of Greek